αὐξητικῶν

αὐξητικῶν
αὐξητικός
growing
fem gen pl
αὐξητικός
growing
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραχίτιδα — η / ῥαχῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ παιδική νόσος τού σκελετού που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή ασβεστοποίηση τών οστών και τών αυξητικών χόνδρων και οφείλεται συχνότερα σε αβιταμίνωση D. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. αρθρ ίτις / ίτιδα).… …   Dictionary of Greek

  • ρητινοθύλακας — ο, Ν βοτ. ραγάδα γεμάτη με ρητίνη σε κωνοφόρα που φέρουν ρητινοφόρους αγωγούς, η οποία μοιάζει με επίμηκες φακοειδές άνοιγμα που εμφανίζεται συνήθως στα όρια αυξητικών δακτυλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + θύλακας] …   Dictionary of Greek

  • σεληνοζώνη — η, Ν ζωολ. η πλευρική ζώνη τών ημισεληνοειδών αυξητικών γραμμών στην ελικοειδή σπείρα τού οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”